τρυπῶ

τρυπῶ
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
pres imperat mp 2nd sg
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
τρῡπῶ , τρυπάω
bore
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τρυπώ — και τρυπάω τρύπησα, τρυπήθηκα, τρυπημένος 1. μτβ., ανοίγω τρύπα, διατρυπώ. 2. κεντώ, πληγώνω με κάτι μυτερό: Η καρφίτσα μου τρύπησε το χέρι. 3. διακορεύω. 4. αμτβ., είμαι αιχμηρός, μπορώ να τρυπήσω: Πρόσεχε τη βελόνα, τρυπάει. 5. είμαι τρυπημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπώ — τρυπάω / τρυπώ, τρύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρυπῷ — τρῡπῷ , τρυπάω bore pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχίζω — τρυπώ με τη λόγχη, λογχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… …   Dictionary of Greek

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • κατατρυπώ — (AM κατατρυπῶ, άω) (επιτ. τ. τού τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ νεοελλ. (αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”